κριθόμαντις

κριθόμαντις
κριθόμαντις, -εως, ὁ (Α)
αυτός που μαντεύει με το ρίξιμο τού κριθαριού («ἀλευρομάντεις ἄγων καὶ κριθομάντεις», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + μάντις (πρβλ. ονειρό-μαντις, ορνιθό-μαντις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κριθομάντεις — κριθόμαντις one who divined by barley fem nom/voc pl (attic epic) κριθόμαντις one who divined by barley fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθόμαντι — κριθόμαντις one who divined by barley fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …   Dictionary of Greek

  • κριθομαντεία — Η αποκάλυψη των μελλούμενων, κατά την αρχαιότητα, μέσω της παρατήρησης κόκκων κριθαριού, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στις θυσίες και θεωρούσαν ιερούς, όπως επίσης καθετί που ερχόταν σε επαφή με τον βωμό. * * * και κριθαρομαντεία, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”